- ρίγος
- το дрожь, озноб, лихорадка;
νευρικό ρίγος — нервная дрожь;
του ήλθε ρίγος — или τον έπιασε ρίγος — его охватила дрожь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νευρικό ρίγος — нервная дрожь;
του ήλθε ρίγος — или τον έπιασε ρίγος — его охватила дрожь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ῥῖγος — frost neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρίγος — το / ῥῑγος, ΝΜΑ ιατρ. παροδικός τρόμος, τρεμούλα, που οφείλεται σε αίσθημα ψύχους και εμφανίζεται όταν ο οργανισμός υποβάλλεται σε απότομη πτώση τής θερμοκρασίας τού περιβάλλοντος, οπότε είναι περιφερειακής προελεύσεως, καθώς και κατά την εισβολή … Dictionary of Greek
ρίγος — το ους 1. τρεμούλιασμα του σώματος εξαιτίας κρύου, κρυάδα, σύγκρυο: Από το πολύ κρύο τον έπιασε ρίγος. 2. το πρώτο στάδιο σε μερικές αρρώστιες (ελονοσία κτλ.): Του ρθε πάλι ρίγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ριγεδανός — ή, όν, Α 1. αυτός που προκαλεί ρίγος 2. (κατ) επέκτ.) φρικτός, φοβερός 3. ο ριγηλός. επίρρ... ῥιγεδανῶς Α με ρίγος, ῥιγηλῶς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος, πιθ. μέσω αμάρτυρου προσηγορικού *ῥιγεδών (< ῥιγέω, ῶ + επίθημα δών), πρβλ. πευκεδανός] … Dictionary of Greek
ριγηλός — ή, ό / ῥιγηλός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. αρχ. αυτός που ριγεί, που τρέμει από το κρύο, ο τρεμουλιάρης μσν. αρχ. αυτός που προκαλεί ρίγος, φρίκη («ῥιγηλὸν ὄνειδος», Ανθ. Παλ.). επίρρ... ῥιγηλῶς Α με ρίγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος + κατάλ. ηλός (πρβλ. σφριγ… … Dictionary of Greek
ριγώ — (I) ώω, Α τρέμω από το κρύο, τουρτουρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος κατά το ἱδρώω (< ἱδρώς)]. (II) όω, Α τρέμω από το κρύο, κρυώνω («ῥιγοῡν τε γὰρ καὶ είναι γυμνή», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Δευτερογενής σχηματισμός από το ρ. ῥιγώω, που μαρτυρείται στη μτχ.… … Dictionary of Greek
ριγώδης — ῶδες, Α [ῥῑγος] 1. αυτός που συνοδεύεται από ρίγος 2. αυτός που προκαλεί ρίγος … Dictionary of Greek
ῥίγει — ῥί̱γει , ῥῖγος frost neut nom/voc/acc dual (attic epic) ῥί̱γεϊ , ῥῖγος frost neut dat sg (epic ionic) ῥί̱γει , ῥῖγος frost neut dat sg ῥί̱γει , ῥιγέω shudder pres imperat act 2nd sg (attic epic) ῥί̱γει , ῥιγέω shudder imperf ind act 3rd sg (attic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απορριγώ — ἀπορριγῶ ( έω κ. όω) (Α) 1. έχω ρίγος, τρέμω 2. ( έω) οπισθοχωρώ τρέμοντας, φοβάμαι, δειλιάζω 3. ( όω) τρέμω από το κρύο, κρυώνω πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + ριγώ ( έω κ. όω) < ρίγος) … Dictionary of Greek
καταριγηλός — καταριγηλός, ή, όν (Α) αυτός που προκαλεί ρίγος, ανατριχιαστικός, τρομερός, φρικτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥιγηλός (< ῥῖγος)] … Dictionary of Greek
ρίγιον — Α επίρρ. (συγκρ. τού ῥῑγος) 1. ψυχρότερα («ποτὶ ἔσπερα ῥίγιον ἔσται», Ομ. Οδ.) 2. φοβερότερα («[γυναικὸς] κακῆς οὐ ῥίγιον ἄλλο», Ησίοδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. Συγκρ. βαθμός τού ῥῖγος, κατά το αρχ. σχήμα ἄλγος: ἀλίων: ἄλγιστος, κέρδος: κερδίων: κέρδιστος] … Dictionary of Greek